φιλομαθῆ

φιλομαθῆ
φιλομαθής
fond of learning
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
φιλομαθής
fond of learning
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
φιλομαθής
fond of learning
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλήκοος — η, ο / φιλήκοος, ον, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”